- μακιγιάρομαι
- μακιγιάρομαι, μακιγιαρίστηκα, μακιγιαρισμένος βλ. πίν. 54
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
εντρίβω — (Α ἐντρίβω) νεοελλ. τρίβω με θεραπευτική αλοιφή αρχ. 1. τρίβω μέσα ή πάνω σε κάτι 2. καταφέρω χτύπημα, χτυπώ, κακοποιώ κάποιον («Ίππονίκῳ δέ... ἐνέτριψε κόνδυλον» τού έδωσε γροθιά, Πλούτ.) 3. τρίβω με καλλυντική ουσία 4. μέσ. βάζω καλλυντικά,… … Dictionary of Greek
μέϊκαπ — το (άκλιτο) είδος καλλυντικού για την περιποίηση τού προσώπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. ρ. make up «μακιγιάρομαι»] … Dictionary of Greek
φικιδίζω — Α (κατά τον Ησύχ.) «φικιδίζειν ἐπὶ τοῡ παιδεραστεῑν». [ΕΤΥΜΟΛ. Αν και ο Ησύχ. ταυτίζει σημασιολογικά τα δύο απρμφ. φικιδίζειν και παιδεραστεῖν, δυσερμήνευτο παραμένει το σημείο τής ταύτισης αυτής. Αν υποτεθεί ότι το ρ. παιδεραστῶ λαμβάνει εδώ τη… … Dictionary of Greek